Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
Δαγών
Δαδάκης
Δᾳδαφόρια
δᾳδηφόρος
δᾴδινος
δᾳδίον
View word page
γωνιωτός
angular

ShortDef

angular

Debugging

Headword:
γωνιωτός
Headword (normalized):
γωνιωτός
Headword (normalized/stripped):
γωνιωτος
IDX:
19695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19696
Key:

Data

{'content': 'angular'}