Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
Δαγών
Δαδάκης
Δᾳδαφόρια
δᾳδηφόρος
δᾴδινος
View word page
γωνιώδης
angular

ShortDef

angular

Debugging

Headword:
γωνιώδης
Headword (normalized):
γωνιώδης
Headword (normalized/stripped):
γωνιωδης
IDX:
19694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19695
Key:

Data

{'content': 'angular'}