Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
Δαγών
Δαδάκης
Δᾳδαφόρια
δᾳδηφόρος
View word page
γωνιόφυλλος
with pointed leaves

ShortDef

with pointed leaves

Debugging

Headword:
γωνιόφυλλος
Headword (normalized):
γωνιόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
γωνιοφυλλος
IDX:
19693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19694
Key:

Data

{'content': 'with pointed leaves'}