Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
Δαγών
Δαδάκης
Δᾳδαφόρια
View word page
γώνιος
angular

ShortDef

angular

Debugging

Headword:
γώνιος
Headword (normalized):
γώνιος
Headword (normalized/stripped):
γωνιος
IDX:
19692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19693
Key:

Data

{'content': 'angular'}