Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
Δαγών
Δαδάκης
View word page
γωνιόπους
crook-footed

ShortDef

crook-footed

Debugging

Headword:
γωνιόπους
Headword (normalized):
γωνιόπους
Headword (normalized/stripped):
γωνιοπους
IDX:
19691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19692
Key:

Data

{'content': 'crook-footed'}