Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
Δαγών
View word page
γωνιοποιέομαι
form into an angle

ShortDef

form into an angle

Debugging

Headword:
γωνιοποιέομαι
Headword (normalized):
γωνιοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
γωνιοποιεομαι
IDX:
19690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19691
Key:

Data

{'content': 'form into an angle'}