Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
View word page
γωνιόομαι
become angular

ShortDef

become angular

Debugging

Headword:
γωνιόομαι
Headword (normalized):
γωνιόομαι
Headword (normalized/stripped):
γωνιοομαι
IDX:
19689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19690
Key:

Data

{'content': 'become angular'}