Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
View word page
γωνιοειδής
angular

ShortDef

angular

Debugging

Headword:
γωνιοειδής
Headword (normalized):
γωνιοειδής
Headword (normalized/stripped):
γωνιοειδης
IDX:
19688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19689
Key:

Data

{'content': 'angular'}