Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
View word page
γωνιοβόμβυξ
one that buzzes in a corner
ShortDef
one that buzzes in a corner
Debugging
Headword:
γωνιοβόμβυξ
Headword (normalized):
γωνιοβόμβυξ
Headword (normalized/stripped):
γωνιοβομβυξ
IDX:
19687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19688
Key:
Data
{'content': 'one that buzzes in a corner'}