Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
View word page
γωνιασμός
a squaring the angles

ShortDef

a squaring the angles

Debugging

Headword:
γωνιασμός
Headword (normalized):
γωνιασμός
Headword (normalized/stripped):
γωνιασμος
IDX:
19686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19687
Key:

Data

{'content': 'a squaring the angles'}