Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
View word page
γωνιακός
angular, of, in
ShortDef
angular, of, in
Debugging
Headword:
γωνιακός
Headword (normalized):
γωνιακός
Headword (normalized/stripped):
γωνιακος
IDX:
19685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19686
Key:
Data
{'content': 'angular, of, in'}