Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυψισμός
γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
View word page
γωνιάζω
place at an angle

ShortDef

place at an angle

Debugging

Headword:
γωνιάζω
Headword (normalized):
γωνιάζω
Headword (normalized/stripped):
γωνιαζω
IDX:
19683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19684
Key:

Data

{'content': 'place at an angle'}