Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γύψινος
γυψισμός
γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
View word page
γωνία
a corner, angle

ShortDef

a corner, angle

Debugging

Headword:
γωνία
Headword (normalized):
γωνία
Headword (normalized/stripped):
γωνια
IDX:
19682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19683
Key:

Data

{'content': 'a corner, angle'}