Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυψική
γύψινος
γυψισμός
γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
View word page
γωλεός
a hole

ShortDef

a hole

Debugging

Headword:
γωλεός
Headword (normalized):
γωλεός
Headword (normalized/stripped):
γωλεος
IDX:
19681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19682
Key:

Data

{'content': 'a hole'}