Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυψεμπλαστικός
γυψίζω
γυψική
γύψινος
γυψισμός
γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
View word page
γυψωτός
plastered

ShortDef

plastered

Debugging

Headword:
γυψωτός
Headword (normalized):
γυψωτός
Headword (normalized/stripped):
γυψωτος
IDX:
19679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19680
Key:

Data

{'content': 'plastered'}