Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γύψ
γυψεμπλαστικός
γυψίζω
γυψική
γύψινος
γυψισμός
γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
View word page
γυψωτής
plasterer
ShortDef
plasterer
Debugging
Headword:
γυψωτής
Headword (normalized):
γυψωτής
Headword (normalized/stripped):
γυψωτης
IDX:
19678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19679
Key:
Data
{'content': 'plasterer'}