Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυρωτέον
γύψ
γυψεμπλαστικός
γυψίζω
γυψική
γύψινος
γυψισμός
γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
View word page
γύψωσις
plastering
ShortDef
plastering
Debugging
Headword:
γύψωσις
Headword (normalized):
γύψωσις
Headword (normalized/stripped):
γυψωσις
IDX:
19677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19678
Key:
Data
{'content': 'plastering'}