Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γύρωσις
γυρωτέον
γύψ
γυψεμπλαστικός
γυψίζω
γυψική
γύψινος
γυψισμός
γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
View word page
γυψώδης
chalky
ShortDef
chalky
Debugging
Headword:
γυψώδης
Headword (normalized):
γυψώδης
Headword (normalized/stripped):
γυψωδης
IDX:
19676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19677
Key:
Data
{'content': 'chalky'}