Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γυρτώνη
γύρωσις
γυρωτέον
γύψ
γυψεμπλαστικός
γυψίζω
γυψική
γύψινος
γυψισμός
γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
γωλεός
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
View word page
γυψόω
to rub with chalk, chalk over

ShortDef

to rub with chalk, chalk over

Debugging

Headword:
γυψόω
Headword (normalized):
γυψόω
Headword (normalized/stripped):
γυψοω
IDX:
19675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19676
Key:

Data

{'content': 'to rub with chalk, chalk over'}