Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυρόθεν
γῦρος
γυρός
γυρόω
Γυρτιάδης
Γυρτώνη
γύρωσις
γυρωτέον
γύψ
γυψεμπλαστικός
γυψίζω
γυψική
γύψινος
γυψισμός
γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
Γωβρύας
View word page
γυψίζω
plaster with gypsum

ShortDef

plaster with gypsum

Debugging

Headword:
γυψίζω
Headword (normalized):
γυψίζω
Headword (normalized/stripped):
γυψιζω
IDX:
19670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19671
Key:

Data

{'content': 'plaster with gypsum'}