Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυροειδής
γυρόθεν
γῦρος
γυρός
γυρόω
Γυρτιάδης
Γυρτώνη
γύρωσις
γυρωτέον
γύψ
γυψεμπλαστικός
γυψίζω
γυψική
γύψινος
γυψισμός
γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
View word page
γυψεμπλαστικός
belonging to plasterers

ShortDef

belonging to plasterers

Debugging

Headword:
γυψεμπλαστικός
Headword (normalized):
γυψεμπλαστικός
Headword (normalized/stripped):
γυψεμπλαστικος
IDX:
19669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19670
Key:

Data

{'content': 'belonging to plasterers'}