Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γύριος
γῦρις
γυριστήριον
γυριστός
γυρίτης
γυροδρόμος
γυροειδής
γυρόθεν
γῦρος
γυρός
γυρόω
Γυρτιάδης
Γυρτώνη
γύρωσις
γυρωτέον
γύψ
γυψεμπλαστικός
γυψίζω
γυψική
γύψινος
γυψισμός
View word page
γυρόω
make round

ShortDef

make round

Debugging

Headword:
γυρόω
Headword (normalized):
γυρόω
Headword (normalized/stripped):
γυροω
IDX:
19663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19664
Key:

Data

{'content': 'make round'}