Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
γυπιάς
γύπινος
γυποειδής
γυπώδης
Γυραί
γυράλεος
γυργαθίον
γυργαθός
γυρεύω
γυρητόμος
γυρίνη
γυρῖνος
γυρινώδης
γύριος
View word page
γυπώδης
hooknosed

ShortDef

hooknosed

Debugging

Headword:
γυπώδης
Headword (normalized):
γυπώδης
Headword (normalized/stripped):
γυπωδης
IDX:
19643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19644
Key:

Data

{'content': 'hooknosed'}