Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
γυπιάς
γύπινος
γυποειδής
γυπώδης
Γυραί
γυράλεος
γυργαθίον
γυργαθός
γυρεύω
γυρητόμος
View word page
γύπη
a vulture's nest: a hole

ShortDef

a vulture's nest: a hole

Debugging

Headword:
γύπη
Headword (normalized):
γύπη
Headword (normalized/stripped):
γυπη
IDX:
19639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19640
Key:

Data

{'content': "a vulture's nest: a hole"}