Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
γυπιάς
γύπινος
γυποειδής
γυπώδης
Γυραί
γυράλεος
γυργαθίον
γυργαθός
γυρεύω
View word page
γυπάριον
a nest, cranny

ShortDef

a nest, cranny

Debugging

Headword:
γυπάριον
Headword (normalized):
γυπάριον
Headword (normalized/stripped):
γυπαριον
IDX:
19638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19639
Key:

Data

{'content': 'a nest, cranny'}