Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
γυπιάς
γύπινος
γυποειδής
γυπώδης
Γυραί
γυράλεος
γυργαθίον
γυργαθός
View word page
γυπαλέκτωρ
vulture-cock
ShortDef
vulture-cock
Debugging
Headword:
γυπαλέκτωρ
Headword (normalized):
γυπαλέκτωρ
Headword (normalized/stripped):
γυπαλεκτωρ
IDX:
19637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19638
Key:
Data
{'content': 'vulture-cock'}