Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
γυπιάς
γύπινος
γυποειδής
γυπώδης
Γυραί
γυράλεος
γυργαθίον
View word page
γύννις
a womanish man

ShortDef

a womanish man

Debugging

Headword:
γύννις
Headword (normalized):
γύννις
Headword (normalized/stripped):
γυννις
IDX:
19636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19637
Key:

Data

{'content': 'a womanish man'}