Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
γυπιάς
γύπινος
γυποειδής
γυπώδης
Γυραί
γυράλεος
View word page
γυνή
a woman

ShortDef

a woman

Debugging

Headword:
γυνή
Headword (normalized):
γυνή
Headword (normalized/stripped):
γυνη
IDX:
19635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19636
Key:

Data

{'content': 'a woman'}