Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
γυπιάς
γύπινος
γυποειδής
γυπώδης
Γυραί
View word page
γύνανδρος
of doubtful sex, womanish

ShortDef

of doubtful sex, womanish

Debugging

Headword:
γύνανδρος
Headword (normalized):
γύνανδρος
Headword (normalized/stripped):
γυνανδρος
IDX:
19634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19635
Key:

Data

{'content': 'of doubtful sex, womanish'}