Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
γυπιάς
γύπινος
γυποειδής
γυπώδης
View word page
γύναιος
of, for a woman, womanly

ShortDef

of, for a woman, womanly

Debugging

Headword:
γύναιος
Headword (normalized):
γύναιος
Headword (normalized/stripped):
γυναιος
IDX:
19633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19634
Key:

Data

{'content': 'of, for a woman, womanly'}