Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
γυπιάς
γύπινος
γυποειδής
View word page
γύναιον
dim. of γυνή, little woman
ShortDef
dim. of γυνή, little woman
Debugging
Headword:
γύναιον
Headword (normalized):
γύναιον
Headword (normalized/stripped):
γυναιον
IDX:
19632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19633
Key:
Data
{'content': 'dim. of γυνή, little woman'}