Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
View word page
γυναικώδης
woman-like, womanish

ShortDef

woman-like, womanish

Debugging

Headword:
γυναικώδης
Headword (normalized):
γυναικώδης
Headword (normalized/stripped):
γυναικωδης
IDX:
19629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19630
Key:

Data

{'content': 'woman-like, womanish'}