Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀΐδιος
ἀϊδιότης
ἀϊδνός
αἰδοιϊκός
αἰδοιολείκτης
αἰδοῖον
αἰδοῖος
αἰδοιώδης
αἰδόφρων
ἀϊδρείη
ἄϊδρις
ἀιδροδίκας
ἀϊδροδίκης
ἀΐδρυτος
αἰδώς
αἰεναοιδός
αἰέναος
αἰένυπνος
αἰετηδόν
αἰετιαῖος
αἰετόεις
View word page
ἄϊδρις
unknowing, ignorant

ShortDef

unknowing, ignorant

Debugging

Headword:
ἄϊδρις
Headword (normalized):
ἄϊδρις
Headword (normalized/stripped):
αιδρις
IDX:
1962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1963
Key:

Data

{'content': 'unknowing, ignorant'}