Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
View word page
γυναικόω
make effeminate
ShortDef
make effeminate
Debugging
Headword:
γυναικόω
Headword (normalized):
γυναικόω
Headword (normalized/stripped):
γυναικοω
IDX:
19628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19629
Key:
Data
{'content': 'make effeminate'}