Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
γυπαλέκτωρ
View word page
γυναικόψυχος
of womanish soul

ShortDef

of womanish soul

Debugging

Headword:
γυναικόψυχος
Headword (normalized):
γυναικόψυχος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοψυχος
IDX:
19627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19628
Key:

Data

{'content': 'of womanish soul'}