Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
γύννις
View word page
γυναικόφωνος
'speaking small like a woman'
ShortDef
'speaking small like a woman'
Debugging
Headword:
γυναικόφωνος
Headword (normalized):
γυναικόφωνος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοφωνος
IDX:
19626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19627
Key:
Data
{'content': "'speaking small like a woman'"}