Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
View word page
γυναικοφυής
female by nature

ShortDef

female by nature

Debugging

Headword:
γυναικοφυής
Headword (normalized):
γυναικοφυής
Headword (normalized/stripped):
γυναικοφυης
IDX:
19625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19626
Key:

Data

{'content': 'female by nature'}