Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιον
View word page
γυναικοφίλης
woman-loving

ShortDef

woman-loving

Debugging

Headword:
γυναικοφίλης
Headword (normalized):
γυναικοφίλης
Headword (normalized/stripped):
γυναικοφιλης
IDX:
19622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19623
Key:

Data

{'content': 'woman-loving'}