Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
View word page
γυναικουφή
women's weaving

ShortDef

women's weaving

Debugging

Headword:
γυναικουφή
Headword (normalized):
γυναικουφή
Headword (normalized/stripped):
γυναικουφη
IDX:
19621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19622
Key:

Data

{'content': "women's weaving"}