Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικωνῖτις
View word page
γυναικότροφος
reared by a woman

ShortDef

reared by a woman

Debugging

Headword:
γυναικότροφος
Headword (normalized):
γυναικότροφος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοτροφος
IDX:
19620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19621
Key:

Data

{'content': 'reared by a woman'}