Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
View word page
γυναικοπρεπής
befitting women, womanish

ShortDef

befitting women, womanish

Debugging

Headword:
γυναικοπρεπής
Headword (normalized):
γυναικοπρεπής
Headword (normalized/stripped):
γυναικοπρεπης
IDX:
19618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19619
Key:

Data

{'content': 'befitting women, womanish'}