Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
View word page
γυναικοπληθής
full of women

ShortDef

full of women

Debugging

Headword:
γυναικοπληθής
Headword (normalized):
γυναικοπληθής
Headword (normalized/stripped):
γυναικοπληθης
IDX:
19616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19617
Key:

Data

{'content': 'full of women'}