Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
View word page
γυναικοπίπης
one who ogles women

ShortDef

one who ogles women

Debugging

Headword:
γυναικοπίπης
Headword (normalized):
γυναικοπίπης
Headword (normalized/stripped):
γυναικοπιπης
IDX:
19615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19616
Key:

Data

{'content': 'one who ogles women'}