Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
View word page
γυναικοπαθέω
to be effeminate

ShortDef

to be effeminate

Debugging

Headword:
γυναικοπαθέω
Headword (normalized):
γυναικοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
γυναικοπαθεω
IDX:
19614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19615
Key:

Data

{'content': 'to be effeminate'}