Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
View word page
γυναικονόμος
to maintain good manners among the women
ShortDef
to maintain good manners among the women
Debugging
Headword:
γυναικονόμος
Headword (normalized):
γυναικονόμος
Headword (normalized/stripped):
γυναικονομος
IDX:
19613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19614
Key:
Data
{'content': 'to maintain good manners among the women'}