Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
View word page
γυναικονομία
office of γυναικονόμος
ShortDef
office of γυναικονόμος
Debugging
Headword:
γυναικονομία
Headword (normalized):
γυναικονομία
Headword (normalized/stripped):
γυναικονομια
Intro Text:
office of γυναικονόμος
IDX:
19612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19613
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "office of γυναικονόμος" }