Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
View word page
γυναικονομέω
to be a γυναικονόμος

ShortDef

to be a γυναικονόμος

Debugging

Headword:
γυναικονομέω
Headword (normalized):
γυναικονομέω
Headword (normalized/stripped):
γυναικονομεω
IDX:
19611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19612
Key:

Data

{'content': 'to be a γυναικονόμος'}