γυναικονομέω
to be a γυναικονόμος
ShortDef
to be a γυναικονόμος
Debugging
Headword (normalized):
γυναικονομέω
Headword (normalized/stripped):
γυναικονομεω
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19612
Data
{'content': 'to be a γυναικονόμος'}