Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
View word page
γυναικόμορφος
in woman's shape

ShortDef

in woman's shape

Debugging

Headword:
γυναικόμορφος
Headword (normalized):
γυναικόμορφος
Headword (normalized/stripped):
γυναικομορφος
IDX:
19610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19611
Key:

Data

{'content': "in woman's shape"}