Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρόσωπος
View word page
γυναικόμιμος
aping women

ShortDef

aping women

Debugging

Headword:
γυναικόμιμος
Headword (normalized):
γυναικόμιμος
Headword (normalized/stripped):
γυναικομιμος
IDX:
19609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19610
Key:

Data

{'content': 'aping women'}