Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
View word page
γυναικόμασθος
having breasts like a woman

ShortDef

having breasts like a woman

Debugging

Headword:
γυναικόμασθος
Headword (normalized):
γυναικόμασθος
Headword (normalized/stripped):
γυναικομασθος
IDX:
19608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19609
Key:

Data

{'content': 'having breasts like a woman'}